- νοθείος
- νοθεῑος, -εία, -ον, ουδ. και νόθειον (Α)1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον νόθο2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ νοθεῑα ή νόθεια (ενν. χρήματα)η κληρονομία τμήματος τής πατρικής περιουσίας από νόθο τέκνο, τα πράγματα που ανήκουν στον νόθο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόθος + κατάλ. -εῖος (πρβλ. οικ-είος)].
Dictionary of Greek. 2013.